- παραβεβυσμένως
- παρα-βεβυσμένως, vollgestopft
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παραβεβυσμένως — indeclform (adverb) παραβεβῡσμένως , παραβύω stuff in perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβεβυσμένως — Α επίρρ. στουπωμένα, παραγεμισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραβεβυσμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού παραβύω «βουλλώνω»] … Dictionary of Greek